wildcat.elliniká

update: 10-8-2015           wildcat.elliniká

Wildcat 97, 2014/2015

«O αιώνας της μεσαίας τάξης»

Στις εξεγέρσεις και στα κινήματα των τελευταίων ετών, κόσμος από τη μεσαία τάξη [1, 2] βρίσκεται στο προσκήνιο. Πρόκειται για άτομα με καλύτερη εκπαίδευση από τους κλασικούς εργάτες/ριες. Είναι δικτυωμένα σε παγκόσμιο επίπεδο, μιλάνε μια κοινή γλώσσα και θέτουν γενικά συμφέροντα στην ημερήσια διάταξη (δημοκρατία, ενάντια στη διαφθορά…). Αν και των κινημάτων διαμαρτυρίας προηγήθηκαν σχεδόν πάντα εργατικοί αγώνες, αυτά τα κινήματα εμφανίστηκαν είτε σαν αγώνες για μερικά συμφέροντα είτε σαν υπερασπιστές ενός παλιού κόσμου. Κομμάτια της μεσαίας τάξης εξεγείρονται κατά του συστήματος επειδή η κρίση απογοήτευσε τις ελπίδες τους για το κοινωνικό στάτους - για παράδειγμα η «επιστημονικο-τεχνική διανόηση της πληροφοριακής και χρηματιστικής βιομηχανίας» η οποία συνεχίζει να κατρακυλά . Οι πρωταγωνιστές των καταλήψεων πλατειών από το Κάιρο μέχρι τη Νέα Υόρκη είναι συνήθως κόσμος με πτυχίο ανωτάτων σχολών, ο οποίος δεν βρήκε ποτέ μια αντίστοιχη δουλειά – αλλά θέλει να εκδημοκρατίσει την κοινωνία. Ενώ στη Δύση τα μεσαία στρώματα βρίσκονται σε στασιμότητα, στις χώρες υπό ανάπτυξη γίνονται όλο και μεγαλύτερα. Η προέδρος της Βραζιλίας θέλει να κάνει όλη τη χώρα μεσαία τάξη. Ο 20ος αιώνας ήταν ο αιώνας της εργατικής τάξης. Θα γίνει άραγε ο 21ος, ο αιώνας της μεσαίας τάξης; Θέλουμε να δούμε τι κρύβεται σε αυτούς τους ισχυρισμούς. Ποιές πλευρές της πραγματικότητας απεικονίζουν με λάθος τρόπο τα μήντια; Πώς καθορίζει η κοινωνική σύνθεση των κινημάτων τη δυναμική τους; Αρχικά παρουσιάζουμε μια χοντρική ιστορική αναδρομή, διότι μια κεντρική ιδέα προκύπτει από τις προσπάθειες εκδημοκρατισμού στο πρώην ανατολικό μπλοκ και από τις αντιλήψεις των τεχνικών για την αυτοδιαχείριση της παραγωγής, μέχρι τα παγκόσμια κοινωνικά φόρα και τα κόμματα «νέου τύπου» όπως οι Podemos (προϊόν του ισπανικού κινήματος 15Μ).

Η προϊστορία

Τον 20ο αιώνα ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού έγινε εργάτες και εργάτριες. Ως εργατική τάξη μετατράπηκαν σε συλλογικό υποκείμενο και άλλαξαν τον κόσμο. Κράτη, νόμοι (εργατικό δίκαιο!), δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, μεταρρυθμίσεις, κόμματα, συνδικάτα και κοινωνικά συστήματα ασφάλισης όπως υπάρχουν σήμερα, αποτελούν θεσμοποιημένες μορφές των αγώνων τους. Η προέλαση αυτή κορυφώθηκε τη δεκαετία του ’60 όταν τα αντι-αυταρχικά και αντικρατικά κινήματα της νεολαίας και των φοιτητών συναντήθηκαν με τους αγώνες του μαζικού εργάτη ενάντια στην εργασία. Έπειτα η προέλαση της εργατικής τάξης παρέμεινε στάσιμη. Το «1968» και το «1969» δεν ήταν μια μακρά παγκόσμια επανάσταση όπως είχε ελπίσει ο E. Wallerstein, διότι τη δεκαετία του ‘80 στη Δύση η αντεπανάσταση ήταν ήδη σε πλήρη εξέλιξη, αφού πρώτα είχαν χτυπηθεί τα προπύργια της εργατικής τάξης (η ήττα στη Fiat τo 1980, oι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας στις ΗΠΑ, η απεργία των ανθρακορύχων στη Βρετανία…). Στη συνέχεια, το κεφάλαιο διαίρεσε τους εργάτες σε ΗΠΑ και Ευρώπη με έναν σκληρό ενδοεπιχειρησιακό αγώνα μέσω αναδιαρθρώσεων και νέων μορφών εργασιακών συμβάσεων. Μολονότι υπήρξαν κάποιοι σημαντικοί αγώνες, όπως οι απεργίες στη Γαλλία το 1993-96, η εργατική τάξη φάνηκε να έχει χτυπηθεί ηθικά. Η συνδεδεμένη με την εργατική τάξη επαναστατική απειλή είχε ηττηθεί, και η προέλασή της είχε λήξει.

Ακόμα και στην Ανατολική Ευρώπη, στα χρόνια της αλλαγής κατά τη δεκαετία του ΄80, συζητιόταν αυτό που είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του ’50 με τις απεργίες των καταναγκαστικών εργατών ενάντια στα γκούλαγκ (Σοβιετική Ένωση), και τις εργατικές εξεγέρσεις στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (1953) και στην Ουγγαρία (1956). Τη δεκαετία του ’70 στη Σοβιετική Ένωση είχαν δημιουργηθεί «ελεύθερα συνδικάτα», μέσα από τα οποία κυρίως επιστήμονες και μηχανικοί απαιτούσαν ανθρώπινα δικαιώματα και ελεύθερη έκφραση της γνώμης. Όταν η σχεδιασμένη σοσιαλιστική οικονομία έφτασε στο τέλος της, αυτές οι δυνάμεις, όπως καλλιτέχνες και εκπρόσωποι της εκκλησίας, κατάφεραν να βγουν μπροστά. Στην Πολωνία, πολλοί προσδοκούσαν μια πιο ελεύθερη κοινωνία μέσω της «εθνικής κυριαρχίας». Οι απεργίες των εργατών/ριών αποτέλεσαν μια κινητήριο δύναμη, αλλά στο τέλος επιβλήθηκαν οι νεοφιλελεύθερες τάσεις κάτω από το μανδύα της δημοκρατίας. Το 1988, μετά την πτώχευση των ναυπηγείων Λένιν, συναντήθηκαν στο Ντάντσιχ ο ηγέτης των απεργιών Λεχ Βαλέσα και η Μάργκαρετ Θάτσερ για μια φιλική χειραψία.

Τη δεκαετία του ’90 με τις ιδιωτικοποιήσεις στην Ανατολική Ευρώπη συνδέθηκε η υπόσχεση ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ανελιχθούν σε ένα μεσαίο στρώμα παρόμοιο με αυτό της Δύσης. Στην πραγματικότητα όμως το επίπεδο αναπαραγωγής τους έπεσε σε ιστορικά χαμηλά. Και κατάφεραν να επιβιώσουν μόνο επειδή πολλοί μετανάστευσαν, ή επειδή ένα μέρος του κόσμου εφοδιαζόταν λαχανικά από την καλλιέργεια ενός μικρού αγρού. Η εργατική τάξη των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών έπεσε σε ακαμψία εν όψει των κτηνωδιών αυτού του κοινωνικού «μετασχηματισμού».

Ακόμα και στην Κίνα διαμορφώθηκε τη δεκαετία του ’90 μια νέα μεσαία τάξη. Το 1989 η κυβέρνηση σήκωσε το χέρι της ενάντια στις διαμαρτυρίες της πλατείας Τιεν-Αν-Μεν μόλις οι εργάτες προσχώρησαν στο κίνημα. 800 από τους πνευματικούς ηγέτες της εξέγερσης μεταφέρθηκαν από την αμερικανική CIA και τη βρετανική M16 στο εξωτερικό, όπου μπόρεσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε κορυφαία ινστιτούτα της Δύσης. Η επιχείρηση αυτή, με την ονομασία Yellow Bird, έγινε γνωστή μόλις στην 25η επέτειο της σφαγής στην Τιεν-Αν-Μεν.

Νέα ήθη: η κοινωνία των πολιτών κατά του νεοφιλελευθερισμού

Το 1995 τα κράτη των G5 αποφάσισαν να ενισχύσουν το δολάριο. Η ροή χρημάτων προς τις ΗΠΑ προετοίμασε το έδαφος για την άνθηση του τομέα της πληροφοριακής τεχνολογίας (ΙΤ). Οι τιμές των μετοχών εκτινάχθηκαν προς τα πάνω, το ίντερνετ άνθισε, νέες θέσεις εργασίας προέκυψαν στις εταιρίες ΙΤ, αλλά και στους τομείς του εξοπλισμού γραφείων, των κτιρίων, των μεταφορών… Η παραδοσιακή βιομηχανία παρήκμασε κι άλλο. Ήταν η βάση για το σχηματισμό μιας νέας κίνησης – ήδη η ασιατική κρίση το 1997/98 και η κρίση του ρωσικού ρουβλίου το 1998/99 προκάλεσαν τις πρώτες αμφιβολίες για τη σταθερότητα αυτής της νέας οικονομίας – η οποία τελικά κατέρρευσε με το κραχ του 2001.

Το 1995, οι Ζαπατίστας στην Τσιάπας καλούσαν σε αντίσταση. Μια συμμαχία ιθαγενών, αγροτών, μεσαίας τάξης και εργατών όφειλε να αγωνιστεί κατά του «νεοφιλελευθερισμού». Το κάλεσμα αυτό βρήκε απήχηση κυρίως σε εξεγερμένους νεολαίους στις μητροπόλεις. Το 1999 χτύπησε και πάλι εκεί, στη συνάντηση του ΠΟΕ στο Σιάτλ, σε μια πόλη η οποία αποτελεί παράδειγμα για την αλλαγή οικονομικού μοντέλου από την κατασκευή πλοίων και αεροπλάνων στην έδρα αστραφτερών ομίλων του νέου καπιταλισμού της πληροφοριακής τεχνολογίας, μεταξύ των οποίων οι πιο γνωστοί είναι οι Microsoft και Amazon. Στη διαμαρτυρία του Σιάτλ συναντήθηκαν διαφορετικές ομάδες: συνδικάτα βάσης, οικολόγοι, εκπρόσωποι εκκλησιών, το κίνημα των queer, μαυροφορεμένοι, μαχητικοί αναρχικοί, κινήματα πολιτών, εργάτες/ριες. Στη μάχη του Σιάτλ νεαρός κόσμος που δεν είχε ακόμη γεννηθεί το 1968 ή ήταν πολύ νέος, βίωνε για πρώτη φορά μια τόσο δυνατή στιγμή όπου η ηγεμονία του κεφαλαίου είχε διαρραγεί βραχυπρόθεσμα. Μεταξύ αυτών και κόσμος από τη νέα οικονομία, στον οποίο η ιδεολογία του ελεύθερου εμπορίου υποσχόταν ένα καλό μέλλον, αλλά ο οποίος διαμαρτυρόταν κατά της παγκόσμιας ανισότητας για την οποία είναι συνυπεύθυνος ο ΠΟΕ.

Η «μάχη» δεν είχε σχεδιαστεί από τους διοργανωτές διότι πόνταραν στην «κοινωνία των πολιτών» η οποία ήταν κατά του «τούρμπο-καπιταλισμού». Αυτός ο όρος είχε ειπωθεί από έναν συντηρητικό ειδικό του στρατού και σύμβουλο της αμερικανικής κυβέρνησης, που ήθελε να σώσει τον παλιό καπιταλισμό από τον «τούρμπο». Στη φάση της προετοιμασίας για τη διαμαρτυρία, κόσμος από τη μεσαία τάξη αναζητούσε μαζί με τα χωρίς προσανατολισμό συνδικάτα το διάλογο με τους κυρίαρχους. Το πεδίο του αγώνα τους ήταν η δουλειά της δημοσιότητας, συνδιασκέψεις και η συνεργασία με ΜΚΟ. Όταν έγιναν ζημιές στην ιδιοκτησία ομίλων όπως η McDonald’s ή η Starbucks, οι διοργανωτές τις καταδίκασαν με το συνήθη τρόπο. Το κοινωνικό ζήτημα μπήκε στο παρασκήνιο λόγω της αντιπαράθεσης για το ζήτημα της βίας. Το Σιάτλ ακολούθησαν μαχητικές, παγκόσμιες διαμαρτυρίες κατά των συναντήσεων κορυφής. Το κίνημα έγινε παγκόσμιο, αλλά χάθηκε μέσα στο ζήτημα της βίας επειδή δεν μπόρεσε να δημιουργήσει κοινωνικές αναφορές. Μόνο η Γένοβα ήταν η εξαίρεση στη σειρά των συναντήσεων κορυφής, εκεί ακόμα και μετανάστες έπαιξαν ένα ρόλο ως κοινωνική δύναμη (η διαμαρτυρία στο Σιάτλ ήταν ως επί το πλείστον «λευκή» - κυρίαρχο χαρακτηριστικό της μεσαίας τάξης).

Όταν οι επιπτώσεις από το σκάσιμο της φούσκας στον τομέα της πληροφοριακής τεχνολογίας έφεραν την Αργεντινή στα όρια της ανικανότητας πληρωμών, την 1η Δεκέμβρη του 2001 η κυβέρνηση της Αργεντινής πάγωσε τους τραπεζικούς λογαριασμούς, οι τράπεζες δεν έδιναν μετρητά και οι κρατικοί υπάλληλοι δεν πληρώνονταν τους μισθούς τους. Αυτή η κρίση έπληξε κυρίως την καλύτερα αμοιβώμενη μεσαία τάξη – για μια σύντομη περίοδο οι μεσοαστοί κατέβηκαν στο δρόμο μαζί με άνεργους και εργάτες «ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό», έσπασαν βιτρίνες τραπεζών και οργανώθηκαν σε επιτροπές συνοικιών. Το κλείσιμο εργοστασίων έπληξε τους εργάτες και τις εργάτριες, πολλά εργοστάσια συνέχισαν να λειτουργούν αυτοδιαχειριζόμενα, αλλά τα κερδοφόρα για το κεφάλαιο εργοστάσια συνέχισαν να λειτουργούν. Η αυτοδιαχείριση λειτούργησε ως μια στρατηγική επιβίωσης και δεν επιτέθηκε στο κεφάλαιο.

Νέοι, παλιοί εργατικοί αγώνες

Από το 2004 υπάρχει ξανά στη Γερμανία μεγαλύτερος αριθμός απεργιών, κυρίως αγώνες ενάντια στο σχεδιαζόμενο κλείσιμο εργοστασίων (AEG, Opel και BSH…). Παράλληλα εμφανίζονται νέες απεργίες από υπαλλήλους του τριτογενή τομέα, για παράδειγμα στο λιανικό εμπόριο, σε παιδικούς σταθμούς, σε εταιρίες ασφαλείας των αεροδρομίων κ.α. Όταν το φθινόπωρο του 2008 κατέρρεε η Lehman Brothers, οι γερμανοί μηχανοδηγοί διεκδικούσαν αύξηση μισθού κατά ένα τρίτο στην πρώτη προλεταριακή απεργία σιδηροδρομικών εδώ και 100 χρόνια. Έκτοτε διάφορες αριστερές ομάδες ασχολούνται ξανά με την «υποστήριξη απεργιών».

Φαίνεται παράδοξο ότι σε αυτή τη φάση το «κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης» δεν μπόρεσε να διευρυνθεί και να δημιουργήσει μια κοινωνική βάση. Τα αριστερά κομμάτια της μεσαίας τάξης οργανώθηκαν σε παγκόσμια κοινωνικά φόρα (fora) τα οποία από το 2001 λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο και καθοδηγούν την κοινωνία των πολιτών κατά του νεοφιλελευθερισμού. Πολλοί από τους διοργανωτές έκαναν τη διαμαρτυρία τους επάγγελμα (MKO, κοινωνικά φόρα, λεφτά από συνδικάτα και κόμματα για τις κινητοποιήσεις, αλλά και για ιδία αναπαραγωγή…). Η αριστερά διαλύθηκε μέσα σε μια μεσαία τάξη «ακτιβιστών».

Η μεσαία τάξη στις πλατείες

Το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης είχε επιδεινώσει μια εξέλιξη που είχε τεθεί σε κίνηση ήδη από τα πριν: η μεσαία τάξη υποβιβάζεται και τα μεσαία στρώματα καταστρέφονται (Sergio Bologna). Πιέζονται από τα φορολογικά βάρη, δεν βρίσκουν κατάλληλη θέση εργασίας, δεν υπάρχουν αποτελεσματικοί προστατευτικοί μηχανισμοί (π.χ. συνδικάτα), και ο καπιταλισμός δεν προσφέρει πλέον καμία προοπτική. Χαρακτηριστικό αυτής της φάσης ήταν η ενίσχυση κινημάτων ενάντια στην κατασκευή υποδομών (π.χ. σιδηροδρομικές γραμμές) όπως συνέβη σε Τουρκία, Ιταλία (κίνημα “no TAV”) ή στη Στουτγάρδη (κίνημα “Stuttgart 21”). Οι ελπίδες των μεσοαστών που δραστηριοποιούνται σε αυτά τα κινήματα, βασίζονταν στην ικανότητά τους να διατυπώνουν γενικά αιτήματα και να δοκιμάζουν νέες μορφές αντίστασης (καταλήψεις πλατειών, συνελεύσεις, δημοκρατία βάσης), οι οποίες αλληλο-αναφέρονταν σε παγκόσμιο επίπεδο, μάθαιναν η μία από την άλλη και τελικά είχαν κάτι να ρισκάρουν. Τα κινήματα αυτά απέκτησαν τη συμπάθεια πολλών – και εμείς ελπίζαμε ότι θα ριζοσπαστικοποιούνταν, θα καταπιάνονταν με το «όλον» του κοινωνικού ζητήματος, και ότι οι αντι-κυβερνητικές διαμαρτυρίες θα ενωθούν με τους εργατικούς αγώνες.

Στο πρόσφατο βιβλίο τους «Διασφαλίστε τις πλατείες!», οι Candeias και Voelpel ισχυρίζονται ότι αυτό ακριβώς επαληθεύτηκε σε ΗΠΑ, Ισπανία και Ελλάδα. Στα κινήματα των πλατειών διαμορφώνεται μια τάξη από επισφαλής απασχολούμενους και ανέργους οι οποίοι με την αλληλέγγυα δράση τους δημιουργούν μια βάση για κάτι νέο. Ωστόσο όποιος ψάχνει στο βιβλίο βάσιμα επιχειρήματα για τους παραπάνω ισχυρισμούς θα απογοητευθεί: οι προλετάριοι αναφέρονται μόνο ως θύματα, ενώ υπαρκτοί αγώνες (π.χ. στις ΗΠΑ στα εμπορικά κέντρα Wal-Mart, σε λιμάνια κτλ.) εμφανίζονται μόνο σε δευτερεύουσες προτάσεις ή στατιστικές (Ελλάδα). Τις πολιτικές προοπτικές διαμορφώνουν κομματικοί ηγέτες (της ισπανικής Ενωμένης Αριστεράς ή του Σύριζα) και εκπρόσωποι οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Η ανάληψη της κρατικής εξουσίας βρίσκεται στο προσκήνιο. Η βασική άποψη του βιβλίου είναι ότι χωρίς κράτος δεν υπάρχει καμία ευκαιρία για επανάσταση. Λογικά οι συγγραφείς θεωρούν καλή την ενσωμάτωση των επισφαλών «ακτιβιστών» (άνεργοι, απειλούμενοι με έξωση, χρεωμένοι…) στο πολιτικό σύστημα μέσω των οργανώσεων βάσης.

Κινήματα δημοκρατίας

Μια μεσαία τάξη με φόβους κοινωνικού υποβιβασμού κινητοποιείται με συνθήματα όπως δημοκρατία και συναπόφαση. Με αυτές τις λέξεις εκφράζεται η επιθυμία της να ανήκει στη «Δύση», δηλ. να είναι ένα δυτικό μεσαίο στρώμα. Κι αυτή η επιθυμία μπορεί να πάει προς τα «αριστερά» ή προς τα «δεξιά». Οι εκπρόσωποι και οι οργανωτές των διαδηλώσεων κατά της εκλογικής νοθείας στη Ρωσία από τα τέλη του 2011 έως τις αρχές του 2013 ήταν κυρίως ευκατάστατοι και γνωστοί καλλιτέχνες, παρουσιαστές, ειδικοί του τομέα της πληροφοριακής τεχνολογίας, δημοσιογράφοι κτλ. από την (ανώτερη) μεσαία τάξη της Μόσχας. Προπαγάνδιζαν εθνικιστικές φράσεις, ενώ τα κοινωνικά αιτήματα παρέμειναν στο περιθώριο. Τα εργοστάσια συνέχισαν να δουλεύουν, και πολλοί προλετάριοι εγκατέλειψαν τις διαδηλώσεις βλέποντας ότι ζητούσαν το λόγο από τους παραπάνω διάσημους εκπροσώπους.

Στην πλατεία Majdan του Κιέβου, στην Ουκρανία, μικροεπιχειρηματίες, ιδιοκτήτες κλινικών, μαγαζιών και καφετεριών, φρόντιζαν για την επιμελητεία και τα χρήματα, διέθεταν τα εμπορεύματά τους στους διαδηλωτές και συμμετείχαν στην κατασκευή οδοφραγμάτων. Σε σύγκριση με την επανάσταση των πορτοκαλιών το 2004, το μερίδιο της μεσαίας τάξης στην πλατεία Majdan τριπλασιάστηκε. Τα δύο τρίτα των διαδηλωτών είχαν πτυχίο ανώτερης εκπαίδευσης. Οι διαδηλωτές υπολογίζουν σε συμμετοχή της Ουκρανίας στην ΕΕ, η οποία τους υπόσχεται ευκολότερη πρόσβαση σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και μεγαλύτερη επιλογή εμπορευμάτων (κατανάλωση). Για το σκοπό αυτό εμπλέκονται ακόμα και με φασίστες.

Οι μαθητές και οι φοιτητές στο Hongkong απαιτούν επίσης δημοκρατία και περισσότερη συναπόφαση: ένα γενικό εκλογικό δικαίωμα υποτίθεται πως θα μετατρέψει μια αυταρχική κυβέρνηση σε δημοκρατική. Οι πρωτεργάτες του κινήματος είναι καθηγητές και μάνατζερ. Ο 18χρονος εκπρόσωπος της μαθητικής οργάνωσης Scholarism, Joshua Wong, συναντήθηκε με άτομα από το αμερικανικό εμπορικό επιμελητήριο. Η συζήτηση στο δρόμο αφορούσε πολύ διάφορα κοινωνικά προβλήματα, αλλά δεν υπήρξε επαφή με τους εργάτες και ούτε συμμετοχή αυτών στις διαδηλώσεις. Στα κινήματα διαμαρτυρίας που εμφανίστηκαν στα Βαλκάνια το 2014 (Σλοβενία, Βοσνία) τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αλλά η απούσα εργατική εξουσία στα κλειστά ή/και υποαπασχολούμενα εργοστάσια μετατόπισε τις ελπίδες σε συνελεύσεις συνοικιών και συνελεύσεις οι οποίες κυριαρχούνταν από καθηγητές πανεπιστημίων και ακτιβιστές ΜΚΟ, που οδήγησαν τα κινήματα σε φιλοκρατικές τροχιές (εκλογές, προσωπικές αλλά όχι διαρθρωτικές αλλαγές…).

Στην Αίγυπτο, η μεσαία τάξη αγωνίστηκε μαζί με τους εργάτες και τα κατώτερα στρώματα για να φύγει ο δυνάστης Mubarak. Υποτίμησε ωστόσο την εξουσία του «βαθέος κράτους» και την οργή των κατώτερων στρωμάτων. Στη διάρκεια της προεδρίας του Μόρσι η μεσαία τάξη διασπάστηκε. Το προσανατολισμένο στη Δύση τμήμα της νομιμοποίησε από φόβο το στρατιωτικό πραξικόπημα.

Τάξη; Ποιά τάξη;

Οι μαρξιστές έχουν σπάσει το κεφάλι τους για το ζήτημα της μεσαίας τάξης και των μεσαίων στρωμάτων - και έχουν αναλύσει το μαρξισμό μέχρι εξαντλήσεως. Ένας κοινωνιολογικά ακριβής ορισμός της μεσαίας τάξης, όπως αποπειράθηκε ο Erik Olin Wright τη δεκαετία του ’80 (Prokla 58, 1985), κληροδοτεί πολιτική αμηχανία. Σε ένα άρθρο του περιοδικού Prokla 176 (φθινόπωρο 2014) η μεσαία τάξη διαιρείται σε τρεις υποκατηγορίες με σκοπό να κατανοηθούν οι πολιτικές της αντιφάσεις και η οικονομική της ετερογένεια. «Ο παραδοσιακός μικροαστισμός είναι η τάξη των ανεξάρτητων παραγωγών στο πλαίσιο της απλής παραγωγής εμπορευμάτων. Η νέα μικροαστική τάξη είναι η ενδιάμεση τάξη των μισθωτών, οι οποίοι ασκούν εξουσία στο όνομα του καπιταλιστικού συστήματος (…). Η μεσαία μπουρζουαζία είναι η τάξη των μικρών και μεσαίων ελεύθερων επιχειρηματιών εντός του υβριδικού τρόπου παραγωγής, ο οποίος απασχολεί έναν περιορισμένο αριθμό εργατικών χεριών». Όμως οι συγγραφείς του παραπάνω άρθρου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ένας ενιαίος ορισμός της τάξης. Σε ένα άλλο άρθρο, η Ursula Huws προτιμά τον όρο «ενδιάμεσα στρώματα». Πρόκειται για «αμφιταλαντευόμενες ομάδες» ατόμων των οποίων η εργασία τυποποιείται πολλαπλώς και απο-ειδικεύεται – αλλά ταυτόχρονα έχουν νέες ευκαιρίες για να γίνουν μάνατζερ. Τα ενδιάμεσα στρώματα είναι αιχμάλωτα «ανάμεσα στους δύο αυτούς αντιφατικούς καταναγκασμούς» (τυποποίηση και αποειδίκευση της εργασίας).

T εχνικοί

Μία από τις πιο σημαντικές ομάδες της μεσαίας τάξης είναι οι τεχνικοί, οι οποίοι εκπληρώνουν ταυτόχρονα πολιτικές και παραγωγικές λειτουργίες. Η αμοιβή, η εξουσία και το στάτους τους προκαλούν μια υποκειμενική ταύτιση με το κεφάλαιο – ελέγχουν και βελτιστοποιούν την παραγωγική διαδικασία. Ιστορικά η θέση του τεχνικού στο μεγάλο εργοστάσιο τον προετοίμαζε για διευθυντή σε μεσαία και μικρά εργοστάσια. Ακόμα και σήμερα το κεφάλαιο προσδοκά από τους τεχνικούς κρίσιμες καινοτομίες. Αλλά μόνο ένα μικρό μέρος των τεχνικών καταφέρνει μια επαγγελματική άνοδο. Όποιος δουλεύει με άμεση σύμβαση εργασίας σε μια μεγάλη φίρμα, εργάζεται με βάση την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου και πρέπει να ελπίζει σε επακόλουθα προγράμματα. Όλο και πιο νεαροί τεχνικοί προσλαμβάνονται μέσω εταιρειών δανεικής εργασίας και μέσω συμβάσεων έργου. Όλα αυτά οδηγούν στη θρυμματισμένη ταύτιση με την εργασία. Οι γηραιότεροι αγκυστρώνονται στις επιχειρήσεις τους, αλλά βλέπουν ότι παίρνουν την κάτω βόλτα και προσπαθούν να κρατήσουν τη θέση τους μέχρι τη σύνταξη, υπομένοντας την αργή αλλά ύπουλη επιδείνωση της εργασιακής συνθήκης.

Κρατικοί υπάλληλοι και μικροεπιχειρηματίες

Ο Μαρξ περιέγραψε τους κρατικούς υπαλλήλους ως «υπηρετούσα τάξη» και τους μικροεπιχειρηματίες ως αντιδραστικούς μικροαστούς. Μακροχρόνια περίμενε την προλεταριοποίησή τους. Τέτοιες διεργασίες λαμβάνουν χώρα και σήμερα για παράδειγμα μέσω της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών και της μεταφοράς τμημάτων τους σε εργολάβους. Οι εργαζόμενοι που πλήττονται, κρέμονται από το κράτος λόγω των προσωπικών εμπειριών τους. Ως κρατικοί υπάλληλοι δεν εκτίθονταν σε εργασιακές συνθήκες “hire & fire” π.χ. σε συνθήκες δανεικής εργασίας, και γι’ αυτούς η εργασιακή διαδικασία ήταν λιγότερο εντατική. Η διαμαρτυρία τους στρέφεται συνεπώς κατά της διαφθοράς και της ιδιωτικοποίησης, κατά του νεοφιλελευθερισμού. Σε ένα ισχυρό εθνικό (κοινωνικό) κράτος βλέπουν τις εγγυήσεις για απασχόληση και σύνταξη.

Εντελώς διαφορετικά, ένα μεγάλο κομμάτι των ελεύθερων επαγγελματιών και των μικροεπιχειρηματιών βλέπουν το (κοινωνικό) κράτος σαν το μεγαλύτερο εχθρό τους, διότι τους επιβαρύνει με φόρους που αναδιανέμει σε άχρηστους τομείς – προς τα κάτω στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, και προς τα πάνω στους επιχειρηματικούς ομίλους. Το κοινωνικό στάτους τους βρίσκεται σε κίνδυνο, ενώ ο φόβος τους για κοινωνικό υποβιβασμό οδηγεί σε κοινωνικό ρατσισμό και κλίνει προς το φασισμό (π.χ. η συζήτηση γύρω από τις ρατσιστικές απόψεις του σοσιαλδημοκράτη Sarrazin στη Γερμανία, η άνοδος του Αυστριακού Κόμματος της Ελευθερίας FPO, και του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία).

Ένα άλλο κομμάτι διαμορφώνουν οι χειροτέχνες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι προερχόμενοι από μια αριστερή παράδοση, συμμετέχουν σε κινήματα ενάντια σε έργα υποδομών.

Πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών

Το 1968, οι φοιτητές/ριες αναζητούσαν επαφή με τους εργάτες διότι δεν μπορούσαν να κάνουν την επανάσταση μόνοι τους. Πολλοί «προλεταριοποιήθηκαν» θεληματικά. Μια παρόμοια δυναμική υπάρχει σήμερα όταν π.χ. φοιτητές από το Μαγκρέμπ γίνονται εργάτες στην Ευρώπη και οργανώνουν επιτυχώς απεργίες. Οι απεργίες στην ΙΚΕΑ και σε άλλες εταιρείες logistics στην Ιταλία τα τελευταία χρόνια αποτελούν ένα παράδειγμα αυτής της δυναμικής. Όμως σήμερα οι περισσότεροι φοιτητές δεν γνωρίζουν από προσωπική πείρα καμία «ασφαλή» απασχόληση και οι εργασιακές συνθήκες που βιώνουν είναι για πρώτη φορά μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο χειρότερες από αυτές τον γονιών τους. Η πλειοψηφία των νέων πτυχιούχων σχηματίζουν λόγω εισοδήματος ένα κομμάτι του παγκόσμιου προλεταριάτου – πληρούν όμως όλες τις ιδιότητες για κοινωνική άνοδο. Κινούνται σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά ο εθνικός κρατισμός μπαίνει στο δρόμο τους μέσω του ρατσισμού, του συνοριακού καθεστώτος, της αυταρχικότητας και του νεποτισμού. Σε αυτόν τον κρατισμό αντιτάσσουν μια «γνήσια» δημοκρατία: μια άμεση δημοκρατία στην οποία όσοι έχουν να πουν κάτι ή γνωρίζουν τα πράγματα καλά, δηλ. οι «ειδικοί», μπορούν να εκφραστούν ανεξαρτήτως καταγωγής, φύλου κτλ. Μιλάνε για επανάσταση. Όμως το ζήτημά τους δεν είναι η κατάργηση των τάξεων, αλλά η εξαργύρωση της υπόσχεσης για μια καλοπληρωμένη, ενδιαφέρουσα, αυτοκαθοριζόμενη εργασία λόγω της «ειδίκευσής» τους – σαν να υπάρχει ένα ανθρώπινο δικαίωμα γι’ αυτήν την υπόσχεση.

Δεν εξετάζουν λεπτομερώς την κοινωνική τους θέση/λειτουργία στον καπιταλισμό. Δεν κριτικάρουν ούτε το ρόλο του εκπαιδευτικού συστήματος στην ταξική κοινωνία, ούτε κάνουν θέμα τις κοινωνικές διαφορές ανάμεσά τους. Οι ηγέτες των φοιτητικών κινημάτων προέρχονται από πανεπιστήμια-ελίτ όπως το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου ή η Ακαδημία Mohyla του Κιέβου. Πρόκειται για άτομα ανώτερης εκπαίδευσης που μιλάνε αρκετές γλώσσες και διαθέτουν τις ανάλογες διασυνδέσεις. Είναι εκπαιδευμένα για ηγετικές θέσεις σε διεθνή ινστιτούτα, και έχουν την τάση ανάλογα με την περίπτωση να στιγματίζουν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα ως ηλίθια, εθνικιστικά, ισλαμιστικά, αντιδραστικά ή όλα αυτά μαζί.

Το υπόλοιπο «99%» προέρχεται από επιδοτούμενα για απόσυρση μαζικά πανεπιστήμια και από «υποχρηματοδοτούμενα» κρατικά ινστιτούτα όπως συμβαίνει στην Αλεξάνδρεια και τη Βιέννη, ή είναι χρεωμένο για ένα online πτυχίο χωρίς αξία (ΗΠΑ).

Κάνει μεγάλη διαφορά το εάν οι φοιτητές/ριες με το αίτημά τους για δημοκρατία και συναπόφαση εμπλέκονται σε έναν κριτικό διάλογο με το κράτος και αναζητούν συμμάχους στη μεσαία τάξη, ή εάν συνδέονται με πραγματικά κινήματα της εργατικής τάξης (η απεργία των λιμενεργατών στο Hongkong ήταν ενάμιση χρόνο πριν!). Ο Sergio Bologna έγραφε το 1972, ότι οι φοιτητές/ριες που «δεν πολιτικοποιούνται μέσα από συγκεκριμένους αγώνες, όπου κανείς ρισκάρει το πετσί του και τη θέση εργασίας του», είναι κακοί «αγωνιστές», «επειδή είναι συνηθισμένοι να ζουν σε ένα είδος διπλής πραγματικότητας, δηλ. μέσα στην εργασία για να μπορούν να επιβιώσουν και έξω από την πολιτική δραστηριότητα».

Tα μεσαία στρώματα και η παρεμπόδιση της επανάστασης

Η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης υπολογίζει στα μεσαία στρώματα όποιον κερδίζει τουλάχιστον 2 δολάρια την ημέρα. Η Παγκόσμια Τράπεζα όποιον κερδίζει 2 έως 14 δολάρια ημερησίως (14 δολάρια είναι το απόλυτο όριο της φτώχειας στις ΗΠΑ, και δύο δολάρια το όριο σε παγκόσμιο επίπεδο). Με αυτούς τους αριθμούς το μερίδιο των μεσαίων στρωμάτων ανέρχεται από το ένα τρίτο στο μισό του πληθυσμού στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αν ορίσει κανείς το όριο στα δέκα δολάρια την ημέρα – σύμφωνα με μια άλλη μελέτη - τότε δεν υπάρχει μεσαία τάξη σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, το Μπαγκλαντές και η Νιγηρία. Στις αστικές περιοχές της Κίνας το 3% του πληθυσμού ανήκει στη μεσαία τάξη, στη Νότια Αφρική το 8%, στη Βραζιλία το 19%, στο Μεξικό το 28%, στις ΗΠΑ το 91%.

Η Goldman Sachs υπολογίζει ως μεσαίο στρώμα όλους όσους έχουν ετήσιο εισόδημα 30.000-60.000 δολάρια. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, τα μέλη της παραπάνω μεσαίας εισοδηματικής κατάστασης στην Ασία και τη Λατινική Αμερική είναι περισσότερα απ΄ ότι στα κράτη των G7. Διότι στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ η ανάπτυξη των μεσαίων στρωμάτων έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Παγκοσμίως τα μεσαία στρώματα αυξάνουν κατά 80 εκατομμύρια ανθρώπους ετησίως, το ποσοστό τους θα αυξηθεί από 29% σήμερα σε 50% το 2030.

Οι στατιστικές μέθοδοι προσανατολίζονται στο καθαρό ισοδύναμο εισόδημα ενός ατόμου που ζει μόνο του, σε ένα νοικοκυριό με ένα παιδί και ένα σύζυγο, με δύο παιδιά και ένα σύζυγο κτλ. Για τη Γερμανία και την Αυστρία, ο Ο.Ο.Σ.Α., η Eurostat κ.α. ορίζουν ένα τέτοιο ατομικό εισόδημα σε περίπου 20.000 ευρώ καθαρά για το 2012 (κάθε πρόσθετος ενήλικας υπολογίζεται με συντελεστή 0,5 και κάθε παιδί με 0,3). Όποιος κερδίζει 70-150% αυτού του εισοδήματος ανήκει στη μεσαία τάξη.

Οι αριθμοί αυτοί παραβλέπουν το όλο και μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ προλεταριάτου/εργατικής τάξης και της τάξης των καπιταλιστών, καθιστώντας αόρατους αυτούς που πραγματικά εκτελούν την εργασία.

Το ερώτημα, ποιός παράγει ποιά προϊόντα και υπό ποιές συνθήκες, αγνοείται, μολονότι η «αριστερή μεσαία τάξη» κάνει πολλές σκέψεις για την κατανάλωσή της (“βιολογικά”, «τοπικά» προϊόντα, fair trade) και λανσάρει καμπάνιες ενάντια σε εκμεταλλευτικές συνθήκες εργασίας (π.χ. η καμπάνια clean clothes).

Ακόμα και το παλιό βασικό (στμ: «μόνιμο») προσωπικό μιας επιχείρησης υπολογίζεται σαν μεσαίο κοινωνικό στρώμα, όταν εργάζεται σε εργοστάσια που είναι σημαντικά για το εθνικό συμφέρον και κατασκευάζει στρατηγικής σημασίας προϊόντα. Οι εργάτες αυτοί έχουν συγκριτικά υψηλούς μισθούς, ώστε να μπορούν π.χ. να στείλουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο για να γίνουν «κάτι καλύτερο» από βιομηχανικοί εργάτες/ριες.

Στη Γερμανία τέτοια εργοστάσια είναι π.χ. η OPEL ή η BASF, στην Αυστρία πρώην κρατικές επιχειρήσεις (VOEST) ή η ακόμα κρατική OBB, στην Αίγυπτο η κλωστοϋφαντουργία στη Mahalla, στην Ουκρανία οι μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις εξόρυξης και στρατιωτικού εξοπλισμού. Ποντάρουν στο παλιό κοινωνικό κράτος ενάντια στην επισφαλειοποίηση των θέσεων εργασίας τους, σε μειώσεις μισθών, απολύσεις, ιδιωτικοποιήσεις και ενάντια στα συγκριτικά με παλαιότερα πολύ πιο εντατικά μέτρα εξορθολογισμού και λιτότητας. Οι αγώνες τους παραμένουν χωρίς αποφασιστικότητα, όσο το κράτος τούς υπόσχεται κοινωνική αναχαίτιση (Γερμανία, Αυστρία), και επειδή δεν υπάρχει καμία προοπτική κάπου αλλού ή επειδή τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα (Αίγυπτος, Ουκρανία…).

Παραδόξως, το βασικό προσωπικό των παραπάνω κλάδων κατά τη σημερινή παρακμή του σοσιαλκρατικά οργανωμένου καπιταλισμού παίζει το ρόλο που του είχε αποδοθεί ιδεολογικά στη φάση της κοινωνικής ανόδου: υπερασπίζει το σύστημα ενάντια σε επιθέσεις. Από τη δεκαετία του ’70 (τότε π.χ. μεταξύ Herbert Marcuse και Hans-Magnus Enzensberger) μέχρι σήμερα (η κριτική του Marcel van der Linden στη μαρξική ιδέα τoυ «διπλά ελεύθερου μισθωτού εργάτη») [3] διεξάγεται μια αντιπαράθεση για το εάν οι εργάτες/ριες που μπόρεσαν να ανεβάσουν το βιοτικό τους επίπεδο, αποτελούν ένα επαναστατικό υποκείμενο. Στο περιοδικό Kursbuch 22 του 1971, ο Marcuse έλεγε ότι το προλεταριάτο που έγινε εργατική τάξη δεν μπορεί να είναι στο ίδιο επίπεδο με το προλεταριάτο της εποχής του Μαρξ, διότι οι εργάτες/ριες κατάφεραν να αυξήσουν την κατανάλωσή τους συγκριτικά με παλιότερα και είναι κοινωνικά προστατευμένοι. Παρόμοια επιχειρηματολογεί σήμερα ο van der Linden, όταν τονίζει ότι υπάρχουν πολύ πιο φτωχά κομμάτια του πληθυσμού, π.χ. οι σκλάβοι.

Το γεγονός ότι οι εργατικοί θεσμοί σε συνεργασία με τα αφεντικά συντάσσουν κοινωνικά πακέτα υπέρ του βασικού προσωπικού και έτσι κρατάνε αποστάσεις από το καταρρέον εργατικό περιθώριο, συμβάλλει στην κοινωνική σταθερότητα. Αλλά η παραπάνω επιχειρηματολογία είναι οικονομίστικη και ανάγεται σε ηθική. Αγνοεί τη σχετική εξαθλίωση και την απόλυτη εξάρτηση από το κεφάλαιο, ανεξάρτητα εάν οι εργάτες πληρώνονται με υψηλότερο ή χαμηλότερο μισθό, εάν τους υπερεκμεταλλεύονται σαν σκλάβους ή λαμβάνουν έξτρα πριμ ως ειδικευμένοι εργάτες: Οι εργάτες/ριες χάνουν συνεχώς έδαφος συγκριτικά με τους καπιταλιστές. Η παρούσα τάση μάς οδηγεί πάλι προς τη μιζέρια, όπως συνέβαινε ευρέως μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

Βιώνουμε μια ευρεία προλεταριοποίηση. Κοινωνική προστασία υπάρχει ακόμη μόνο για ένα μέρος των εργατών (κυρίως για τους γηραιότερους). Οι καλοπληρωμένες δουλειές στο εργοστάσιο εκτοπίζονται από τη δανεική εργασία και τη μεταφορά τομέων σε υπεργολάβους, ενώ στη συνέχεια καταλήγουν σε υποβαθμισμένες εργασιακές συνθήκες. Ο προσδόκιμος χρόνος ζωής μειώνεται –κι αυτό αποτελεί μια δραματική τομή.

Από την υπόσχεση της κοινωνικής ανόδου στην απειλή του αποκλεισμού

Τη σημερινή φάση του καπιταλισμού, όπου η απειλή του αποκλεισμού αντικαθιστά την υπόσχεση της κοινωνικής ανόδου, μπορούμε να την αντιληφθούμε ως κοινωνία του φόβου. Οι άνθρωποι κρατάνε απόσταση από τους αγώνες όχι λόγω μιας θετικής προοπτικής αλλά λόγω ενός αρνητικού μηνύματος. Η βάση του φόβου τους είναι η ανοικτή παγκόσμια κατάσταση, την οποία βιώνουν ως ανταγωνισμό, ως «όλο και πιο γρήγορα» και ότι «ο νικητής τα παίρνει όλα». Από υλικής άποψης υπάρχουν λιγότερα για να διανεμηθούν, επειδή οι επενδύσεις υποχωρούν, το κράτος μειώνει τις δαπάνες του, και οι πλούσιοι τα παίρνουν όλα. Παντού κλείνουν εργοστάσια, χρεωκοπίες, απατεωνιές…

Πριν δέκα χρόνια, οι Beaud/Pialoux παρουσίασαν μια έρευνα για τους εργάτες των μεγάλων εργοστασίων της Peugeot στη γαλλική πόλη Sochaux [βλ. σημειώσεις]. Οι «εργάτες μετά την εργατική τάξη» βλέπουν την προέλαση του κεφαλαίου και δεν τη βιώνουν πια συλλογικά. Αξίες όπως διεθνισμός, ισότητα και αλληλεγγύη αντικαταστάθηκαν από το φόβο της απόλυσης. Μπροστά στο αφεντικό μπαίνουν στο ρόλο του «συνεργάτη» ο οποίος χρησιμοποιεί τη γνώση και το ενδιαφέρον του για τη βελτιστοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Γι’ αυτό το λόγο είναι αρκετά δύσκολο να βιώσουν την εργασία οργανωμένα. Η διαμαρτυρία εκφράζεται ως επί το πλείστον εκτός εργοστασίου, όπου κανείς δεν βλέπει εάν κάποιος είναι εργάτης ή όχι – αλλά ότι είναι πολίτης της κοινωνίας των πολιτών που φοβάται τον αποκλεισμό.

Ο φόβος (της προλεταριοποίησης και του αποκλεισμού) αποτελεί το υλικό υπόβαθρο ακόμα και στις «εξεγέρσεις της μεσαίας τάξης». Ακριβώς όπως συμβαίνει και με τους εργάτες, οι διαμαρτυρίες της μεσαίας τάξης παραμένουν κοινωνικά αναποτελεσματικές όσο εμμένουν σε «καπιταλιστικές φόρμες» όπως κόμματα, δημοκρατία, επιχειρηματικότητα, και ατομική εξέλιξη. Η διαφορά είναι ότι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην ανανέωση του καπιταλισμού ή στην επικείμενη ανάπτυξη, ενώ οι αγώνες ενάντια στο κλείσιμο εργοστασίων ελπίζουν στην επιστροφή του παλιού καπιταλισμού (όπως άλλωστε ελπίζουν και τμήματα της μεσαίας τάξης, κάτι που είδαμε παραπάνω για τους κρατικούς υπαλλήλους). Ανάλογα με το ποιο τμήμα της μεσαίας τάξης κυριαρχεί στις διαμαρτυρίες, αυτές κυματίζουν προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά. Πάντως δεν γίνονται επαναστατικές με την έννοια της επίθεσης στην ταξική κοινωνία.

Ωστόσο ο καπιταλισμός δεν έχει ούτε το ονειρεμένο δυναμικό της ανάπτυξης ούτε τη δυνατότητα για επιστροφή. Έτσι όπως οι συνδικαλιστικοί αγώνες ενάντια στο κλείσιμο εργοστασίων ενισχύουν μόνο τους συνδικαλιστικούς μηχανισμούς, από τις διαμαρτυρίες της μεσαίας τάξης θα ανέλθουν κοινωνικά μόνο οι ελίτ και θα κατακτήσουν την εξουσία χωρίς να αλλάξουν τον κόσμο. Οι υπόλοιποι – αν το δούμε οικονομικά – γίνονται όλο και πιο προλετάριοι και βρίσκονται ξανά σε κλασσικές εργατικές δουλειές: σε μπυραρίες, σούπερ μάρκετ, αποθήκες, εργοστάσια… και μάλιστα για πολύ καιρό μετά το τέλος των σπουδών τους.

Για την ώρα τα κινήματα τροφοδοτούνται από τους ατομικούς φόβους εν όψει της κοινωνικής υποβάθμισης και από αυταπάτες για κοινωνική άνοδο. Μπροστά στην κατάσταση του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν είναι και λίγες οι πιθανότητες, ότι σύντομα οι αυταπάτες θα εξανεμιστούν. Μετά την εξέγερση στο Ferguson των ΗΠΑ, οι μαύροι νεολαίοι προλετάριοι έκοψαν τους δεσμούς τους με τη μαύρη μεσαία τάξη και το σύστημα εκπροσώπησης. Και δεν τους τρομάζει πλέον κανένας τερατώδης στρατός από μπάτσους-Robocop. Yπερνικούν το φόβο από κοινού!

Σημειώσεις και αναφορές:

[1] Η μεσαία τάξη ορίζεται με βάση τις λειτουργίες της: επιτήρηση και σχεδιασμός της παραγωγής, διοικητικές και συμβουλευτικές λειτουργίες υπέρ του αφεντικού κ.α. Από την άλλη με την κλασσική έννοια στη μεσαία τάξη ανήκουν γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές… αυτό-απασχολούμενοι και μικροεπιχειρηματίες. Ο Sergio Bologna θεωρεί ότι ο χαρακτηρισμός των αυτοαπασχολούμενων ως (μικρο)-επιχειρηματίες είναι μια «ιδεολογική λειτουργία», η οποία κατατάσσεται στη «συμβολική και πολιτισμική σφαίρα της καπιταλιστικής επιχείρησης, αντί να κατατάσσεται στη σφαίρα της εργασίας». Οι αριθμοί το διασαφηνίζουν: το ένα τέταρτο των 4,4 εκατ. αυτοαπασχολούμενων στη Γερμανία έχουν ωρομίσθιο κάτω από 8,5 ευρώ. Μεταξύ αυτών είναι κομμωτές, ιδιοκτήτες περιπτέρων και μπιραριών, αλλά και δικηγόροι, αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες, μεταφραστές και καθηγητές πανεπιστημίου. Λόγω της εξατομικευμένης θέσης τους είναι δύσκολο να συνενωθούν στο χώρο εργασίας. Όμως πολλοί από αυτούς δραστηριοποιούνται σε καταλήψεις πλατειών, διαδηλώσεις και πρωτοβουλίες πολιτών.

[2]Τα μεσαία στρώματα προσδιορίζονται από το επίπεδο εισοδήματος και κατανάλωσης – αλλά και από τη νοοτροπία και τα ήθη τους. Ψηφίζουν, έχουν αυτοκίνητο, πιστωτικές κάρτες, ιδιόκτητο σπίτι, πληρώνουν φόρους... Ο μόνιμος εργάτης της αυτοκινητοβιομηχανίας Daimler μπορεί λόγω του μισθού και των αποταμιεύσεών του να ανήκει στη μεσαία τάξη. Ένας αυτο-απασχολούμενος μηχανικός ή ένας μηχανικός που πληρώνεται από μια εξωτερική (εργολαβική) εταιρεία, ο οποίος γυρνάει μέσα στο χώρο του εργοστασίου και οφείλει να βελτιστοποιεί την παραγωγική διαδικασία, αλλά μπορεί να κερδίζει λιγότερα από τον μόνιμο εργάτη της γραμμής συναρμολόγησης, ανήκει επίσης στη μεσαία τάξη.

[3] Στμ: Η έννοια του «διπλά ελεύθερου μισθωτού εργάτη» αναφέρεται στο ότι ο εργάτης είναι ελεύθερος από μέσα παραγωγής αλλά και ελεύθερος να επιλέξει τον εργοδότη του, δηλ. ελεύθερος να «διαπραγματευτεί» την εργατική του δύναμη στην αγορά εργασίας. Ωστόσο η αγορά εργασίας δεν είναι και τόσο ελεύθερη, αφού βασίζεται στον εκβιασμό της επιβίωσης και στον καταναγκασμό της οργάνωσης/επιτήρησης της παραγωγικής διαδικασίας από τα αφεντικά.

  • Paul Mason: Why it’s kicking off everywhere: The new global revolutions, 2011.
  • Goran Therborn: Class in the 21st Century, New Left Review 78, 2012.
  • Goran Therborn κ.α.: Gehoert das 21. Jahrhundert der Mittelklasse?, στο: Luxemburg 3/4, 2013.
  • Goran Therborn: New Masses?, στο: New Left Review 85, 2014.
  • Immanuel Wallerstein: Utopistik, 2002.
  • Rita di Leo: Die Arbeiter und das sowietische System, 1973.
  • K. Polawski: Polens Weg in den Kapitalismus, στο: Z. Zeitschrift Marxistische Erneuerung 99, 2014.
  • R. Lauterbach: Nationalsyndikalismus, Wie die Solidarnosc in Polen den Kapitalismus erstreikte, στο: Junge Welt 10/9/2014.
  • Charles Reeve: Rueckkehr nach China, Wildcat 58, 1992.
  • Seattle: Reform der WTO oder Zerstoerung des Kapitalismus, στο Wildcat-Zirkular 55, 2000.
    Για την Αργεντινή βλέπε http://www.wildcat-www.de/dossiers/latina/movimientos.
  • Sergio Bologna: Die Zerstoerung der Mittelschichten, 2006. («Η καταστροφή των μεσαίων στρωμάτων»)
  • M. Candeias, E. Voepel: Plaetze sichern! Ueber Occupy, Indignados, Syntagma und die Lernfaehigkeit des Mosaiks, 2014.
  • Misha Gabowitch: Putin kaputt? Russlands neue Protestkultur, 2013. («Η νέα κουλτούρα της διαμαρτυρίας στη Ρωσία»)
  • Black versus Yellow, Class antagonism and Kong’s umbrella movement, www.ultra-com.org/project/, 3, /10/2014.
  • Erik Olin Wright: Wo liegt die Mitte der Mittelklasse?, στο Prokla 58, 1985. («Πού βρίσκεται το κέντρο της μεσαίας τάξης»;)
  • Ursula Huws: The underpinnings of class in the digital age, στο Socialist Register 50, 2014.
  • Jannis Milios, Georg Economakis: Mittelklassen, Klassenstellung und politische Klassenpositionen, στο Prokla 176, 2014.
  • Sergio Bologna, Francesco Ciafaloni: Die Techniker als Produzenten und als Produkt, 1972. («Οι τεχνικοί ως παραγωγοί και ως προϊόν»).
  • Madlen Nikolova: The Bulgarian “creative class” and the reproduction of neoliberal ideology, www.criticatac.ro/lefteast, 2014.
  • Ivan Krastev: Why the world is filled with failed protest movements, New Republic, 1/6/2014, www.newrepublic.com.
  • Η. M. Enzesberger, H. Marcuse: USA: Organisationsfrage und revolutionaeres Subjekt, στο Kursbuch 22, 1971.
  • Marcel van der Linden: Workers of the world, 2008. (για μια κριτική του άρθρου βλέπε, Wildcat 89)
  • Για το υπερ-κλαδικό και παγκόσμιο προλεταριάτο, και για τους αγώνες στον τομέα των Logistic και των χαμηλόμισθων κλάδων σε ΗΠΑ και Ιταλία, βλέπε: Wildcat 93 και 94.
  • Stephane Beaud, Michel Pialoux: Die verlorene Zukunft der Arbeiter, 2004.
  • Heinz Bude: Gesellschaft der Angst, 2014.
 
 
 [top] [home] [archive] [order] [contact]